Ομιλία του Προέδρου της ΕΣΕΕ κ. Γεώργιου Καρανίκα στο πάνελ «The critical role of employers’ organizations in the economic and social development of Eastern Europe»

EYA_9426

Thessaloniki Summit 2019

Από τις απαρχές της συλλογικής τους ιστορίας οι οργανώσεις εκπροσώπησης των εργοδοτών εκπλήρωναν δύο συμπληρωματικές λειτουργίες: από τη μία πλευρά διαχειρίζονταν τις ανάγκες διαπραγμάτευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων· από την άλλη πλευρά παρουσίαζαν στο κράτος τις αναπτυξιακές τους προτάσεις και πίεζαν για την εφαρμογή τους. Αυτό δείχνει ότι μια οργάνωση εργοδοτών βρίσκεται στο μεταίχμιο της κοινωνικής διαβούλευσης, η δράση της είναι προϋπόθεση της κοινωνικής συνοχής και οι οικονομικές προοπτικές που διαμορφώνει συγκροτούν το αναπτυξιακό μέλλον μιας χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, ιδίως σε περιόδους κρίσης, οι εργοδότες πρέπει να διατηρούν μια θέση ευθύνης και σταθερότητας για να εγγυηθούν την κοινωνική συνοχή και ταυτόχρονα να επεξεργάζονται προτάσεις προς την κατεύθυνση της υπέρβασης της κρίσης. Η Ελλάδα βρέθηκε σε μια τέτοια θέση, η οποία εκ των πραγμάτων υποχρέωσε τους Έλληνες εργοδότες να επανεξετάσουν τη θέση τους και να λειτουργήσουν σαν στηρίγματα της ελληνικής επιχειρηματικότητας σε μια δύσκολη συγκυρία.

Τί μας δίδαξε η ελληνική κρίση; Η εφαρμογή του οποιουδήποτε προγράμματος προσαρμογής έχει τέσσερις προϋποθέσεις: α) το να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες μιας χώρας στην κατάρτισή του· β) να λαμβάνεται υπόψη η ικανότητα ενός κράτους για να το υλοποιήσει· γ) να εξετάζεται επίσης η ωριμότητα του πολιτικού προσωπικού ως προς την κατανόηση των προβλημάτων και των απαιτούμενων λύσεων· δ) να μη θεωρείται η κοινωνία ένας απλός αποδέκτης πολιτικών επιλογών, χωρίς να ζητείται η συγκατάθεσή της. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η απαξίωση του κοινωνικού διαλόγου στην περίοδο της κρίσης ήταν ένα μεγάλο λάθος για δύο λόγους: πρώτον, διότι εμποδίστηκε η αυτορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και της αγοράς μέσω των κοινωνικών εταίρων, η οποία θα ενσωμάτωνε τους περιορισμούς της χρεοκοπίας, αλλά ταυτόχρονα θα πρότεινε τρόπους διαχείρισης της κρίσης πιο κοντά στην αγωνία της κοινωνίας· β) διότι αγνοήθηκε με αυτόν τον τρόπο μια πολύτιμη πείρα από τους κοινωνικούς εταίρους, η οποία θα τροφοδοτούσε τους σχεδιαστές της πολιτικής της δημοσιονομικής προσαρμογής με ασφαλέστερα δεδομένα για τη δομή της οικονομίας. Εν πολλοίς, αυτός ήταν ένας λόγος που η οικονομική κρίση και η δυσπραγία εντάθηκε και παρατάθηκε.

Τώρα βρισκόμαστε σε μία φάση επιστροφής στην κανονικότητα. Την κανονικότητα, όμως, εμείς δεν την καταλαβαίνουμε ως μία επιστροφή στο προβληματικό αναπτυξιακό μοντέλο της προ κρίσης περιόδου. Κανονικότητα σημαίνει να αποκτήσει η χώρα μια κανονική οικονομία της αγοράς, με δυναμικές, εξωστρεφείς και καινοτόμες επιχειρήσεις, πλάι στις οποίες θα υπάρχει ένα κράτος-αρωγός στο επιχειρείν. Κανονικότητα σημαίνει τον εξορθολογισμό του φορολογικού συστήματος, την πρόσβαση των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση, την παγίωση ενός θετικού κλίματος στην αγορά. Και αυτό θα πρέπει να είναι το μεγάλο στοίχημα της περιόδου μετά την κρίση. Πως θα διαμορφωθεί ένα οικονομικό πλαίσιο για μια ισχυρή ανάπτυξη. Η άποψή μας είναι ότι για τη διαμόρφωση του σχεδίου επανεκκίνησης της ανάπτυξης και επιστροφής στην κανονικότητα, οι εργοδοτικές οργανώσεις και οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να έχουν κεντρικό ρόλο. Να ανοίξει δηλαδή ένας κοινωνικός διάλογος με στόχο το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας.

Σε σχέση με όλα τα παραπάνω οι ενώσεις των μικρομεσαίων επιχειρηματιών στην Ελλάδα έχουν να διαχειριστούν τρεις μεγάλες προκλήσεις, οι οποίες θα καθορίσουν και τη θέση τους στα επόμενα χρόνια.

Η πρώτη είναι η πρόκληση της εκπροσώπησης. Στη διάρκεια της κρίσης η Μμε επιχειρηματικότητα υπέστη μεγάλη χτυπήματα, αλλά ταυτόχρονα λειτούργησε και σαν διέξοδος απασχόλησης. Αυτό που είδαμε είναι ότι η συλλογική συγκρότηση και δράση μπορεί να λειτουργήσει σαν θεμέλιο ανάκαμψης και ενίσχυσης της ατομικής και συλλογικής αυτοπεποίθησης των επιχειρηματιών. Χρειάζεται, επομένως, να διευρύνουμε τη βάση μελών σε περισσότερες περιοχές και περισσότερους κλάδους, έτσι ώστε οι προτάσεις των εργοδοτικών ενώσεων να είναι περισσότερο συμπεριληπτικές και αντιπροσωπευτικές.

Η δεύτερη είναι η πρόκληση της διεθνοποίησης. Για δέκα χρόνια οι οικονομικές πολιτικές στην Ελλάδα ήταν υπόθεση κέντρων στο εξωτερικό. Κατέστη αντιληπτό ότι η παρέμβαση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς έχει πλέον καθοριστική σημασία για το οικονομικό μέλλον μιας χώρας. Ωστόσο, μια χώρα μόνη της και μια οργάνωση από μόνη της δε μπορεί να επιτύχει πολλά. Χρειάζεται να ενταχθεί σε υπερεθνικές συνομοσπονδίες, να συναντηθεί με άλλους εργοδότες, να δημιουργήσει συνέργειες, να καταθέσει κοινές προτάσεις. Ιδίως σε ό,τι αφορά την πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων, θα είχε πολύ μεγάλη αξία για τις επιχειρήσεις των βαλκανικών χωρών εάν υπήρχε η δυνατότητα μιας στενότερης συνεργασίας ανάμεσα στις οικείες εργοδοτικές ενώσεις. Δεδομένης της αστάθειας που χαρακτηρίζει το διεθνές πλαίσιο σήμερα, τέτοιου είδους περιφερειακές πρωτοβουλίες μας δίνουν τη δυνατότητα να κινηθούμε με σχετική ασφάλεια σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται διαρκώς.

Τέλος, η πρόκληση του ψηφιακού μετασχηματισμό στην εποχή της ψηφιακής έκρηξης και της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλάζουν οι εργασιακές σχέσεις, αλλάζουν οι συναλλαγές, αλλάζουν οι καταναλωτικές συνήθειες και το ίδιο το καταναλωτικό κοινό. Και κάθε γενιά που ακολουθεί αποκτά μεγαλύτερη εξοικείωση με ακόμα περισσότερο εκλεπτυσμένα ψηφιακά εργαλεία. Δεν θα πρέπει να φοβηθούμε την ψηφιακή πρόκληση, αλλά αντίθετα να την αξιοποιήσουμε προς όφελος της ελληνικής αγοράς.