Ισχυρό ελληνικό εμπόριο με ρευστότητα και γνώση!

Γ.-Καρανίκας-1

Ο καίριας σημασίας ρόλος του εμπορίου για την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα είναι αναμφισβήτητος. Το 2021, ο κύκλος εργασιών του κλάδου ήταν μακράν ο υψηλότερος της οικονομίας και ανήλθε σε 139,1 δισ. ευρώ. Μόνο του το λιανικό εμπόριο συγκέντρωσε το 13,6% των συνολικών πωλήσεων που πραγματοποιούνται στη χώρα. Παράλληλα, το εμπόριο παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας, με 17.9% της συνολικής απασχόλησης, παρέχοντας εργασία σε περίπου 700.000 συμπολίτες μας.  Η σημασία του όμως για την ελληνική οικονομία δεν οφείλεται αποκλειστικά στα οικονομικά του μεγέθη. Λόγω της «φύσης» της εμπορικής δραστηριότητας, η οποία διαχέεται σε όλο το φάσμα της οικονομίας και δημιουργεί συνεχώς συνέργειες με σχεδόν όλους τους υπόλοιπους κλάδους – αγροδιατροφικό τομέα, μεταποίηση, τουρισμό- το εμπόριο αποτελεί βασικό αναπτυξιακό πυλώνα της οικονομίας και πολλαπλασιαστή των προοπτικών της.  Παράλληλα το εμπόριο είναι το πλέον αξιόπιστο «βαρόμετρο» της κάθε φορά διαφορετικής οικονομικής συγκυρίας και των επιπτώσεων που αυτή έχει στα υψηλά, μεσαία και χαμηλά οικονομικά στρώματα της κοινωνίας. Βέβαια, η ιδιότητά αυτή καθιστά την ίδια την εμπορική επιχείρηση ιδιαίτερα «ευαίσθητη» και ευάλωτη στις εσωτερικές και διεθνείς οικονομικές αναταράξεις, όπως αποδεικνύεται με επώδυνο τρόπο στις διαδοχικές κρίσεις που βιώνουμε στην Ελλάδα μετά το 2010 – οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή και, εσχάτως, πληθωριστική.

Το σημερινό ρευστό παγκόσμιο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον έχει όλα τα χαρακτηριστικά μίας πρωτόγνωρης πρόκλησης για το ελληνικό εμπόριο: Το καλεί όχι μόνο να αντέξει την κλιμακούμενη μείωση της εγχώριας κατανάλωσης εξαιτίας των πολύπλευρων πιέσεων που δέχεται η αγοραστική δύναμη του μέσου καταναλωτή αλλά, ταυτόχρονα, να επιδοθεί σε αγώνα ταχύτητας για την προσαρμογή του στις απαιτήσεις της ψηφιακής και «πράσινης» μετάβασης. Η επίτευξη αυτού του διπλού στόχου προϋποθέτει την ανάδειξη και ισχυροποίηση των ανταγωνιστικών του πλεονεκτημάτων και την απάλειψη των εγγενών αδυναμιών και υστερήσεων του ελληνικού εμπορίου. Πρόκειται ουσιαστικά για μία ολική «αλλαγή εποχής» στην τροφοδοσία, πώληση, αποθήκευση και διανομή προϊόντων και για στροφή στην επιλογή των βέλτιστων πρακτικών και εφαρμογών της 4ης βιομηχανικής επανάστασης που θα συνδέουν όλες τις επιμέρους λειτουργίες της επιχείρησης και – κυρίως –τις φυσικές με τις ηλεκτρονικές πωλήσεις, δημιουργώντας το λεγόμενο «υβριδικό» κατάστημα του μέλλοντος.  Στο πλαίσιο αυτό, δύο είναι τα μεγάλα ζητούμενα για τον Έλληνα έμπορο σήμερα: Η ρευστότητα, για την υλοποίηση αναπτυξιακών σχεδίων μέσα από την ψηφιοποίηση και την υιοθέτηση «πράσινων» πρακτικών, και η γνώση, ιδιαίτερα η τεχνο-γνωσία, αφενός για τη βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων, αφετέρου για την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας και της καινοτομίας στην καθημερινή λειτουργία της επιχείρησης του

Η σωστή διαχείριση και διάχυση στην πραγματική οικονομία των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και των κονδυλίων του νέου ΕΣΠΑ 2021-2027 θα αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα, για την επιτυχία της διπλής μετάβασης της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Ήδη όμως γνωρίζουμε πως η αξιολόγηση της συμμετοχής των επιχειρήσεων σε ευρωπαϊκά προγράμματα με αποκλειστικά «τραπεζοκεντρικά» κριτήρια θα αποκλείσει πολλές ΜμΕ, δεδομένου ότι το πρόγραμμα Ανασυγκρότησης και Ανάκαμψης αποτελείται κατά σημαντικό ποσοστό από δάνεια (41,7%) έναντι επιχορηγήσεων. Το ερώτημα που τίθεται με αγωνία από την αγορά είναι μήπως τελικά, εάν δεν υπάρξει κάποια ιδιαίτερη πρόβλεψη για την αξιολόγηση των αιτήσεων δανειοδότησης, τα ιδιαίτερα αυστηρά και άκαμπτα κριτήρια θα οδηγήσουν σε αναξιοποίητους πόρους. Αυτό θα ήταν μια ασυγχώρητη «σπατάλη» της μοναδικής ευκαιρίας που δίνεται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης να «σηκώσουν κεφάλι» η ελληνική οικονομία και επιχειρηματικότητα, οι οποίες φέρουν σωρευτικά τις πιέσεις της τριπλής κρίσης (χρέους, πανδημίας και ενέργειας)… Ο κίνδυνος είναι, εάν δεν παρέμβει η Πολιτεία, ένας σημαντικός αριθμός μικρών και πολύ μικρών εμπορικών επιχειρήσεων – που δεν επωφελούνται άμεσα ούτε από τις δαπάνες των ξένων τουριστών στη χώρα μας – να υποχρεωθούν τα επόμενα χρόνια να αποδεχθούν ως «κανονικότητα» τη στασιμότητα, την έλλειψη ρευστότητας και τη συνεχή μείωση αγοραστικής κίνησης και τζίρου, ως αποτέλεσμα της απόστασης που τους χωρίζει από τους ψηφιακά ισχυρούς ανταγωνιστές τους. Την ώρα μάλιστα, που και τα συγκριτικά στατιστικά δεδομένα για το κόστος χρήματος στην Ελλάδα δείχνουν ότι τα εξακολουθούν να είναι υψηλότερα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, φέρνοντας, μεταξύ άλλων, τις ελληνικές εξαγωγικές εμπορικές επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση έναντι των ξένων ανταγωνιστών τους..

Ακόμη περισσότερο όμως, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης – την οποία συντηρεί και οξύνει η ρωσοουκρανική σύρραξη –  κάθε προσπάθεια για ανάκαμψη της αγοράς και επιστροφή στην κανονικότητα δυσχεραίνεται ιδιαίτερα από την αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων, που επισυμβαίνει ταυτόχρονα με τη μείωση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος των νοικοκυριών, εξαιτίας κυρίως των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος και του κόστους των καυσίμων. Γι’ αυτό και η στήριξη της Πολιτείας προς τις ΜμΕ και τα νοικοκυριά θα πρέπει να ενισχυθεί και να διαρκέσει όσο χρειαστεί. Αυτό όμως σίγουρα θα απαιτήσει μία κεντρική ευρωπαϊκή κατεύθυνση που θα δίνει τη μέγιστη δυνατή ευελιξία στους προϋπολογισμούς των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από την πλευρά τους, οι εμπορικές επιχειρήσεις – ανεξαρτήτως μεγέθους και υπο-κλάδου δραστηριότητας – οφείλουν να οργανώσουν το μέλλον τους με προσεκτικά αλλά γρήγορα βήματα επενδύοντας στη γνώση και την καινοτομία. Χρειάζεται η υιοθέτηση της «κουλτούρας του μετασχηματισμού», χωρίς φοβικά σύνδρομα απέναντι στις τεχνολογικές εξελίξεις και με ανοιχτό μυαλό για πιθανές απαιτούμενες συνέργειες και συνεργασίες οι οποίες, μετά τις τελευταίες αλλαγές της νομοθεσίας, στις περισσότερες περιπτώσεις προωθούν σαφώς πιο αποτελεσματικά τα αιτήματα χρηματοδότησης από τις τράπεζες και από τα κοινοτικά κονδύλια.

Ο Έλληνας έμπορος, παρότι σφόδρα πληττόμενος από τις συνεχείς κρίσεις, είναι έτοιμος να «αγκαλιάσει» την αλλαγή και να μπει στην πρωτοπορία της ψηφιακής εποχής. Του λόγου το αληθές αποδεικνύει η μεγάλη επιτυχία και απήχηση που είχαν στον εμπορικό κόσμο της χώρας το μεγάλο διεθνές συνέδριο της ΕΣΕΕ Future of Retail 2022 και η Έκθεση Τεχνολογίας Retail Innovation Lab. Η προσήλωση περισσότερων από 800 συνέδρων στις εξειδικευμένες θεματικές ενότητες περί τεχνητής νοημοσύνης, «έξυπνων συναλλαγών», «έξυπνων πόλεων» και βιωσιμότητας, το έντονο ενδιαφέρον τους για την προσομοίωση του καταστήματος του μέλλοντος, για τα ολογράμματα προϊόντων, τα ψηφιακά ράφια και όλες τις άλλες εφαρμογές κατέδειξαν πως η ψηφιακή ωριμότητα της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας δεν είναι «απάτητη κορυφή». Είναι ένα στόχος που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από καινοτόμες και «ολιστικές» πρακτικές ενημέρωσης, ψηφιακής κατάρτισης και εκπαίδευσης των εμπόρων σε όλη τη χώρα. Το «μπαλάκι» είναι στην  Πολιτεία, η οποία οφείλει να δείξει έμπρακτη εμπιστοσύνη στο δυναμισμό του εμπορικού κόσμου που διψά για ολοκληρωμένη ψηφιακή επιμόρφωση. Η ΕΣΕΕ θεωρεί ότι δεν πρέπει να πάει ούτε μία μέρα χαμένη, ούτε ένα ευρώ αδιάθετο από τα εθνικά και κοινοτικά κονδύλια, και θέτει όλο το στελεχιακό της δυναμικό στη διάθεση των συναρμόδιων Υπουργείων για το σχεδιασμό και υλοποίηση εκτεταμένων προγραμμάτων αναβάθμισης ψηφιακών δεξιοτήτων των εμπόρων και των εργαζομένων σε εμπορικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την επικράτεια.

Άρθρο του Προέδρου της ΕΣΕΕ κ. Γιώργου Καρανίκα, για την Έκδοση “Ισχυροί της ελληνικής οικονομίας”, 19  Ιουλίου 2022