Συγκλήσεις και αποκλίσεις της ΕΣΕΕ στις διαπιστώσεις της διαγνωστικής έκθεσης του ILO για την αδήλωτη εργασία

600800p528EDNmain1387ilo

Στη συνάντηση της 6ης Ιουλίου, των Κοινωνικών Εταίρων με τον Υπουργό Εργασίας και αξιωματούχους της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) με θέμα την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας στην αγορά της χώρας και την επικύρωση της σχετικής έκθεσης, η ΕΣΕΕ κατέθεσε θέσεις και προτάσεις, ενώ διατύπωσε τις ενστάσεις της. Η διαγνωστική έκθεση για την Ελλάδα, καταλήγει σε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα συμπεράσματα ως προς την αδήλωτη εργασία και την άτυπη οικονομία εν γένει, τα κυριότερα εκ των οποίων συνοψίζονται στα εξής:

– Απαιτείται μεγαλύτερη θεσμική επάρκεια, βελτίωση της ποιότητας της διακυβέρνησης και περισσότερος συντονισμός, σε εθνικό επίπεδο. Απαιτείται, επίσης, περισσότερο υπεύθυνη στάση των ίδιων των πολιτών.

– Η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας μπορεί να προκύψει μέσα από την συστράτευση όλων των φορέων της κοινωνίας και της οικονομίας.

– Οι προσεγγίσεις που εφαρμόζονται ως τώρα απέναντι στο πρόβλημα είναι περιορισμένου εύρους. Εστιάζουν σχεδόν αποκλειστικά σε μέτρα αναγκαστικής συμμόρφωσης αντί οικειοθελούς συνεργασίας.

– Μία από τις γενεσιουργές αιτίες έξαρσης της αδήλωτης εργασίας είναι οι συνεχώς μεταβαλλόμενοι επίσημοι κανόνες του παιχνιδιού, που οδηγούν τους πολίτες στην άρση της παρακολούθησης και στην απόρριψή τους υπέρ των δικών τους σταθερότερων άγραφων κοινωνικών κανόνων.

– Στην αδήλωτη εργασία επιδίδεται από ανάγκη ο πληθυσμός, που βρίσκεται στα όρια του κοινωνικού αποκλεισμού και καταφεύγει σε αυτήν ως τελευταίο καταφύγιο όταν δεν του απομένει καμία άλλη επιλογή.

– Στα άμεσα μέτρα αποτροπής διαχωρίζονται σε αυτά που αυξάνουν το κόστος της μη συμμόρφωσης («μαστίγιο») και αυτά που καθιστούν πιο συμφέρουσα και ευκολότερη τη δηλωμένη εργασία («καρότο»). Η καταστολή από μόνη της δεν επαρκεί. Υπάρχει, επίσης, άμεση ανάγκη ενίσχυσης της εμπιστοσύνης και της οικειοθελούς συμμόρφωσης.

– Η Έκθεση διαπιστώνει ότι είναι ελάχιστα ή και ανύπαρκτα τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές σχετίζονται σε σημαντικό βαθμό με υψηλότερα επίπεδα αδήλωτης εργασίας. Θεωρεί πως το πρόβλημα δεν είναι οι φορολογικοί συντελεστές αλλά η έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος και η πεποίθηση των πολιτών ότι δεν λαμβάνουν τα δημόσια αγαθά και τις υπηρεσίες που αντιστοιχούν στους φόρους που πληρώνουν

– Η βελτίωση της κατάστασης θα μπορούσε να επιτευχθεί με την υιοθέτηση «λευκών λιστών» νόμιμων εργοδοτών για τις δημόσιες προμήθειες, καθώς αυτές έχουν καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι οι μαύρες λίστες.

– Η απλοποίηση της διαδικασίας αναγγελίας πρόσληψης θα μπορούσε να ακολουθήσει ορθές πρακτικές άλλων χωρών.

– Οι εκστρατείες ευαισθητοποίησης χρειάζονται την ενεργό συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, δηλαδή των οργανώσεων εργοδοτών ή εργαζομένων, σε ανεξάρτητη βάση ή σε συνεργασία με το κράτος.

Η ΕΣΕΕ είναι αποφασισμένη να συνεισφέρει ενεργά στην καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας που είναι επιταγή της ίδιας της κοινωνίας μας. Η έκτασή της, ωστόσο, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί και οι γενεσιουργές αιτίες περιλαμβάνουν παράγοντες, όπως οι μακροοικονομικές εξελίξεις (πτώση του κ.κ. ΑΕΠ κατά 24,8% από το 2008), η ποιότητα της διακυβέρνησης και το μέγεθος της διαφθοράς, οι δαπάνες για τη στήριξη των πλέον ευπαθών ομάδων και η αποτελεσματικότητα των συστημάτων των κοινωνικών μεταβιβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΣΕΕ επισημαίνει ότι σύμφωνα με την Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οι ΜμΕ επιβαρύνονται με δυσανάλογο ρυθμιστικό και διοικητικό φόρτο σε σύγκριση με μεγαλύτερες επιχειρήσεις για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Εκτιμάται ότι, όταν μια μεγάλη εταιρεία δαπανά € 1 ανά εργαζόμενο λόγω κανονιστικής υποχρέωσης, μια μικρή επιχείρηση μπορεί να πρέπει να δαπανήσει μέχρι και € 10. Μια επιχείρηση με λιγότερους από δέκα εργαζόμενους έχει να αντιμετωπίσει ένα ρυθμιστικό βάρος ανά εργαζόμενο, περίπου διπλάσιο από το βάρος της επιχείρησης με περισσότερα από 10. Επιπλέον υπάρχει δυσανάλογη ρυθμιστική επιβάρυνση λόγω (i) της συμμόρφωσης με τους κανονισμούς που έχουν χαρακτηριστικά σταθερού κόστους (δασμοί πληροφορίες μπορεί να είναι το ίδιο για μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις), (ii) οι ΜμΕ είναι λιγότερο αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση των κανονισμών (για παράδειγμα, επενδύουν λιγότερο ειδικά σε μηχανοργάνωση), και (iii) είναι συχνά οι ίδιοι οι επιχειρηματίες που έχουν να αντιμετωπίσουν τους κανονισμούς. Άμεσα, ωστόσο, η αδήλωτη εργασία πρέπει και μπορεί να περιοριστεί σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, εάν πολιτεία και κοινωνικοί εταίροι, εστιάσουν τις προσπάθειές τους στα εξής:

1. Στην πάταξη του παρεμπορίου και του λαθρεμπορίου καθώς και των προϊόντων που εισάγονται καθημερινά στην χώρα από τις διασυνοριακές μετακινήσεις, αφού αυτά τα προϊόντα διοχετεύονται στην αγορά μόνο μέσω της αδήλωτης εργασίας και ο έλεγχός τους θα μειώσει άμεσα τη συγκεκριμένη πληγή.

2. Στην άμεση και πραγματική ενημέρωση των εργοδοτών ακόμα και συμβουλευτικά για τις συνέπειες και τους κινδύνους να απασχολούν αδήλωτα εργαζόμενους.

3. Στην υιοθέτηση του εργόσημου, ως μία αξιόπιστης λύσης καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας που κυριαρχεί στην περιστασιακή απασχόληση.

4. Στην επανεξέταση του ύψους του πρόστιμου των 10.550€ και τη μετατροπή του σε ισόποσο χρόνο απασχόλησης, αφού σε κάθε περίπτωση το μέτρο είναι καταφανώς εισπρακτικό και όχι καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας.5. Στην αξιολόγηση των «εντός κρίσης» επιχειρήσεων, όσων δηλαδή ήταν στο παρελθόν συνεπείς αλλά υπό συνθήκες κρίσης έχουν πληγεί τόσο, ώστε να καταφεύγουν στην αδήλωτη εργασία.

6.Φορολογικά και ασφαλιστικά κίνητρα στους συνεπείς εργοδότες και επιχειρήσεις.

Ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ κος Βασίλης Κορκίδης δήλωσε:

«Εκ μέρους του εμπορικού κόσμου της χώρας, εκφράζω την ικανοποίησή μου για την πληρότητα του κειμένου, το οποίο είναι πράγματι χρήσιμο και κατατοπιστικό, χωρίς όμως να σημαίνει ότι συμφωνώ σε όλα τα συμπεράσματα, όπως τη διάκριση ως προς το μέγεθος των επιχειρήσεων, αλλά και την αποσύνδεση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας από το ύψος των φόρων. Η αδήλωτη εργασία που υπήρχε στην Ελλάδα πριν την κρίση δεν έχει καμία σχέση με την αδήλωτη εργασία που υπάρχει σήμερα μέσα στην κρίση. Αυτό πρέπει να επισημανθεί, όπως επίσης τα «γκρίζα» χαρακτηριστικά του μεταναστευτικού προβλήματος που εύλογα αγνοούνται. Παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή του εμπορίου στο ΑΕΠ ξεπερνά το 11% και ο κλάδος αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη της χώρας με 665,2 χιλ. εργαζομένους (το 18,2% της συνολικής απασχόλησης), το ποσοστό των ελέγχων έδειξε, ειδικά για το εμπόριο, σχετικά χαμηλή παραβατικότητα. Πιο συγκεκριμένα, το χρονικό διάστημα από 15 Σεπτεμβρίου 2013 – 30 Νοεμβρίου 2015, το ποσοστό αδήλωτων εργαζομένων στο λιανικό διαμορφώθηκε στο 3,0%, στο χονδρικό στο 4,0% και στα οχήματα στο 4,2%, όταν την ίδια περίοδο ο μέσος όρος της χώρας ήταν στο 5,4%. Σε κάθε περίπτωση, είμαστε της άποψης ότι όλα αυτά τα θέματα είναι ζητήματα κοινωνικού διαλόγου, που πρέπει να συζητηθούν σε τριμερές πλαίσιο, όπως ακριβώς γίνεται υπό την αιγίδα του ILO. Η ΕΣΕΕ διαφωνεί με τον περιορισμό της συμμετοχής των κοινωνικών  εταίρων και θα επιμείνει στην ενεργή και ουσιαστική συμμετοχή της στο εθνικό σχέδιο δράσης, προς την κατεύθυνση καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας».