Κοινή Συνέντευξη Τύπου ΓΣΕΒΕΕ– ΕΣΕΕ

1

Ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα είναι από μόνο του στόχος και ζητούμενο μαζί.
Γιατί πραγματικά εκεί που έχει φτάσει η κατάσταση σήμερα δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα αν αυτός ο καθολικός στόχος είναι παράλληλα και ρεαλιστικός, αν δηλαδή οι όποιες αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα, προκειμένου να είναι βιώσιμες, θα εξασφαλίζουν και αξιοπρεπείς συντάξεις.
Με τα διαμορφωμένα οικονομικά δεδομένα κανένα ασφαλιστικό σύστημα δεν θα μπορούσε να είναι βιώσιμο. Με την επίκληση του δημοσιονομικού «νοικοκυρέματος», οι αλλεπάλληλες και βίαιες περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών δεν ωφέλησαν ούτε για λίγους μήνες το ασφαλιστικό σύστημα, αντίθετα απαξιώνοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημόσια ασφάλιση, ενισχύουν όχι μόνο την εισφορο-διαρροή, αλλά και την ίδια την ύφεση. Την ίδια ώρα που οι συντάξεις μετατρέπονταν σε «επιδόματα» η περίφημη διαδικασία του PSI, συρρίκνωνε τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων από 31 δις € σε 3,5 περίπου δις €. Επιπλέον, με την εκτίναξη της ανεργίας, τη συρρίκνωση των μισθών, την εισφορο-διαρροή και την αποστέρηση των ταμείων από κρίσιμους κοινωνικούς πόρους υπολογίζεται ότι χάθηκαν από το ασφαλιστικό σύστημα περισσότερα από 60 δις € την τελευταία πενταετία.
Η λύση σε αυτήν την πραγματικότητα όμως δεν μπορεί να είναι ένα σύστημα που θα «επιδοματοποιήσει» την κύρια σύνταξη (χαρακτηρίζοντάς την παράλληλα βασική-εθνική), θα υφαρπάξει τους πόρους και θα προσφέρει εξαθλιωμένους πελάτες στην ιδιωτική ασφαλιστική αγορά (που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει αυτενεργά, αλλά υφίσταται επειδή ακριβώς λειτουργεί απολύτως συμπληρωματικά προς την κοινωνική ασφάλιση).
Λύση δεν μπορεί να είναι το περαιτέρω πετσόκομμα των συντάξεων γιατί μεταξύ άλλων, όπως καταδεικνύεται και στην ετήσια έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (2012-2015), οι συντάξεις αποτελούν την κυριότερη πηγή εισοδήματος για το 52% των νοικοκυριών. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι αν και μειώνονται δραστικά οι συντάξεις τα τελευταία χρόνια, συγκριτικά αυξάνεται η σημαντικότητά τους ως κύρια πηγή εισοδήματος των νοικοκυριών, με δεδομένο ότι λόγω της ύφεσης αυξάνεται η ανεργία με παράλληλες μειώσεις μισθών. Στην πραγματικότητα δηλαδή η σύνταξη αποτελεί ένα υποκατάστατο παρέμβασης κοινωνικής προστασίας, που λαμβάνει τη μορφή οιονεί επιδόματος για τα άνεργα μέλη του νοικοκυριού, τη στιγμή που μόνο το 10% των ανέργων λαμβάνει σήμερα επίδομα ανεργίας.
Συνεπώς, είναι σκόπιμο να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι οι όποιες περιοριστικές παρεμβάσεις της Πολιτείας στο επίπεδο των συντάξεων δεν «νοικοκυρεύουν» απλά και μόνο το ασφαλιστικό σύστημα, αλλά επηρεάζουν αρνητικά το διαθέσιμο εισόδημα, την εγχώρια κατανάλωση και εν τέλει το βιοτικό επίπεδο του μεγαλύτερου και αρκετά ταλαιπωρημένου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας.
Στην προσπάθεια αύξησης των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων η διεύρυνση της ασφαλιστικής βάσης είναι μία διέξοδος. Με βάση την ελληνική πραγματικότητα, τρεις είναι οι κύριες κατευθύνσεις που μπορεί να επιτευχθεί αυτό:
1. η αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής με την καταπολέμηση της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας
2. η επιβολή ασφαλιστικών εισφορών σε πρόσθετα εισοδήματα από εργασία που δεν υπάγονται σε ασφαλιστικές κρατήσεις, και
3. η αύξηση των απασχολούμενων με τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.
Σε κάθε περίπτωση η ΓΣΕΒΕΕ δηλώνει παρούσα και έτοιμη για έναν εθνικό διάλογο για το Ασφαλιστικό, που θα λάβει υπ’ όψιν του τα οικονομικά δεδομένα, αλλά θα λειτουργήσει χωρίς δογματικά προαπαιτούμενα τόσο από τους φίλους δανειστές, όσο και από τους ακαδημαϊκούς ταγούς της χώρας. Ειδικότερα και επί του κυβερνητικού Σχεδίου και της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης συνολικότερα επισημαίνουμε:
• Η σύνδεση εισοδήματος και εισφοροδοτικής ικανότητας αποτελεί διαχρονική θέση της ΓΣΕΒΕΕ, καθώς τα ασφαλιστικά βάρη πρέπει να μοιράζονται αναλογικά και βάσει της εισφοροδοτικής ικανότητας του καθενός. Ωστόσο, επιχειρώντας να αντιμετωπίσουμε τη μάστιγα της αδήλωτης εργασίας, βασικό εργαλείο αναδιανομής δεν μπορεί να είναι το ασφαλιστικό σύστημα. Η υπερβολική μεταφορά υποχρεώσεων από τους χαμηλότερα στους υψηλότερα αμειβόμενους μπορεί να εξελιχθεί σε βραδυφλεγή βόμβα για το ασφαλιστικό σύστημα.
• Η σύνδεση ωστόσο, με δεδομένη την ανισοκατανομή στα δηλωθέντα εισοδήματα του στρώματος των μικρομεσαίων (το 80% δηλώνει ως 10.000€ εισόδημα) και μπροστά στον κίνδυνο να επιβαρυνθούν υπέρμετρα όσοι δηλώνουν εισοδήματα άνω των 20.000€ είναι σκόπιμο να συμπεριλάβει ένα πλαφόν μέγιστης εισφοράς στο 20% του 5πλάσιου του μισθού του ανειδίκευτου εργάτη.
• Επιπλέον η εισφορά υπέρ ΕΟΠΥΥ (ασφάλιση υγείας) θα πρέπει να αποτελεί ένα σταθερό ποσό, καθώς στο όνομα της ισότητας των παροχών, είναι αδιανόητο να κατανέμονται διαφορετικά τα ασφαλιστικά βάρη. Άλλωστε η αναδιανομή για την υγεία, όπως και για τις συντάξεις (πρέπει να) επιδιώκεται μέσω της φορολογίας και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στο ασφαλιστικό σύστημα.
• Είναι απολύτως αναγκαία η ύπαρξη μεταβατικής περιόδου για το ασφαλιστικό σύστημα. Σε αυτήν την κατεύθυνση η ΓΣΕΒΕΕ επαναφέρει την πρόταση για παροχή της δυνατότητας στον ασφαλισμένο, να επιλέξει ελεύθερα ασφαλιστική κατηγορία, τουλάχιστον για τα δυο επόμενα έτη, πληρώνοντας, ακόμη κι αν έχει οφειλές, μόνο τις τρέχουσες εισφορές του. Από αυτό το μέτρο, με μετριοπαθείς εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ υπολογίζεται, ότι, με την ενεργοποίηση του ήμισυ των οφειλετών του Οργανισμού (~200.000 ασφαλισμένοι), μπορούν να εισρεύσουν στα ασφαλιστικά ταμεία περισσότερα από 600 εκ €/ έτος.
• Η έννοια και η εφαρμογή του τεκμαρτού εισοδήματος δεν έχει πλέον καμιά νομιμοποιητική βάση στο νέο φορολογικό σχέδιο λόγω των αναλογικών και προοδευτικών επιβαρύνσεων σε ασφαλιστικό και φορολογικό σχέδιο. Ο επιτηδευματίας με ζημίες ή πολύ χαμηλά κέρδη θα πρέπει να βρίσκεται στην ελάσσονα κατηγορία ασφάλισης για σύνταξη και υγεία, δίχως να υπολογίζεται ένα τεκμαρτό επίπεδο διαβίωσης, το οποίο καλύπτεται από τις παρελθούσες αποταμιεύσεις. Άλλωστε, η ύπαρξη τεκμαρτού υπολογισμού εισοδημάτων παράλληλα με την εφαρμογή του περιουσιολογίου και άλλων έμμεσων μορφών ελέγχου συνιστά αναχρονισμό.
• Θεωρούμε επιβεβλημένη την επαναφορά των συντελεστών φορολόγησης των επαγγελματιών στην ενιαία προοδευτική κλίμακα φορολόγησης. Ίδια φορολογία για όλα τα εισοδήματα, ανεξαρτήτως πηγής εισοδήματος είναι η βάση της δίκαιης φορολόγησης σε όλον τον ανεπτυγμένο κόσμο. Αυτή η ρύθμιση θα πρέπει να συνοδευτεί από την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, καθώς και από την απαλοιφή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία πλέον καλύπτεται από τις αυξημένες φορολογικές εισφορές. Επιπλέον, προκειμένου το επιχειρείν να μην πληγεί ανεπανόρθωτα η φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση οφείλουν να ειδωθούν υπό ενιαίο πρίσμα και να μην υπερβαίνουν σε καμία περίπτωση το 50% του εισοδήματος που προκύπτει από εργασία- επαγγελματική δραστηριότητα.
• Ουσιαστική ενεργοποίηση και διεύρυνση των παροχών που προβλέπονται στους Ειδικούς Λογαριασμούς του ΟΑΕΕ (Ανεργίας, Επαγγελματικής Εστίας) που διατηρούνται στον ΟΑΕΔ. Σε διαφορετική περίπτωση είναι κοινωνικά και ηθικά επιβεβλημένη η αναστολή είσπραξης των σχετικών εισφορών μέχρι την ουσιαστική ενεργοποίησή τους.
• Τέλος είναι σαφές ότι η εργασία από μόνη της δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει το ασφαλιστικό σύστημα και είναι αναγκαίο να αναζητηθούν συμπληρωματικές πηγές χρηματοδότησης εκτός ασφαλιστικού συστήματος (κοινωνικοί πόροι, ειδικά τέλη κοκ).
• Σε αυτό το πλαίσιο ενίσχυσης των εισροών στο ασφαλιστικό σύστημα είναι απολύτως αναγκαίο ένα διαρκές, πάγιο σύστημα ρύθμισης οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία και ειδικότερα στον ΟΑΕΕ, στη λογική «παγώματος» της οφειλής και μεταφοράς σε μεταγενέστερη φάση του ασφαλιστικού βίου, με ενδεχόμενη χρήση ενός πολύ μικρού ποσού δόσης απεριόριστου αριθμού. Βασικό μέλημα αυτής της πρόβλεψης είναι η άμεση ενεργοποίηση οφειλετών με στόχο τη διεύρυνση της ασφαλιστέας βάση (του πληθυσμού ασφαλισμένων).
Οι παραπάνω βελτιώσεις αποτελούν αναγκαίους όρους για την ομαλή και αποτελεσματική εφαρμογή ενός σύγχρονου, αποτελεσματικού και δίκαιου ασφαλιστικού και φορολογικού συστήματος. Χωρίς αυτές τις ουσιαστικές παραμετροποιήσεις, η γενναία αποδοχή εκ μέρους των εργοδοτικών ενώσεων της οριακής αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών θα αποτελεί ακόμη μια θυσία της εγχώριας επιχειρηματικότητας που θα πέσει στο κενό.