Η αγορά βιώνει το σοκ του πολέμου με απροσδιόριστες συνέπειες

DSCF0267

Η δραματική τροπή που παίρνει η αιφνίδια πολεμική ανάφλεξη στην Ουκρανία καθιστά επισφαλή οποιαδήποτε πρόβλεψη για την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία στο υπόλοιπο της χρονιάς. Ανοίγει δε, έναν μεγάλο κύκλο αβεβαιότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις, προτού καν κλείσει ο προηγούμενος επώδυνος κύκλος, αυτός της πανδημίας. Πρόκειται για ένα σοκ που βρίσκει το λιανεμπόριο και τους καταναλωτές ιδιαίτερα ευάλωτους, μιας και η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους είχε ήδη πλήξει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών από τον περασμένο Οκτώβριο.

Η τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ για την αγοραστική κίνηση την περίοδο των τακτικών εκπτώσεων αποτύπωσε την καθήλωση του τζίρου σε επίπεδα απογοητευτικά για τις περισσότερες μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες όμως έως τότε δεν είχαν απολέσει την ελπίδα κάποιας, έστω και αργής, ανάκαμψης από την Άνοιξη και μετά. Προσδοκούσαν βελτίωση του οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος από την έλευση των πρώτων κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ και των πρώτων τουριστών, που μαζί με την άρση των περιορισμών της πανδημίας θα σηματοδοτούσαν την αρχή του τέλους των δεινών της ελληνικής οικονομίας.

Ύστερα όμως από τις τελευταίες καταιγιστικές εξελίξεις, στη διαχείριση της κρίσης που κάνουν τα συναρμόδια υπουργεία, ο τουρισμός – που με το λιανεμπόριο είναι ουσιαστικά «συγκοινωνούντα δοχεία» – βρίσκεται ψηλά στη λίστα των κλάδων που είναι σίγουρο ότι θα πληγούν περισσότερο από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η απόφαση της Ρωσίας στις 2 Μαρτίου, ως αντίποινα στις χώρες που της έχουν επιβάλλει κυρώσεις, να καταργήσει τα τουριστικά πακέτα προς αυτές, αποτελεί μεγάλο πλήγμα, εκτός από τα ξενοδοχεία και την εστίαση, και για πολλές εμπορικές επιχειρήσεις που λειτουργούν σε τουριστικούς προορισμούς, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας.

Παράλληλα όμως – και αυτό ίσως εξελιχθεί σε ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα – αυτή την ώρα δεν μπορεί να υπολογιστεί αν οι πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη θα αποτρέψουν έναν σημαντικό αριθμό πολιτών να ταξιδέψουν στη χώρα μας ή να ξοδέψουν το ποσό που είχαν προϋπολογίσει προτού αλλάξει το κόστος ζωής στη χώρα που διαβιούν. Είναι αυτονόητο ότι, όπως και στην Ελλάδα, έτσι και σε ολόκληρη την Ευρώπη η Νο 1 οικονομική επίπτωση του πολέμου φαίνεται πως θα είναι το κόστος της ενέργειας, και οι ανατιμήσεις που θα προκληθούν σε βασικά καταναλωτικά αγαθά.

Για τις ελληνικές μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις, η μείωση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος των νοικοκυριών εξαιτίας κυρίως των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος. αλλά και η αύξηση του δικού τους λειτουργικού κόστους θα απαιτήσει σίγουρα τη στήριξη της Πολιτείας, για όσο διαρκέσει η ενεργειακή κρίση και οι συνέπειες στον πληθωρισμό ένεκα της πολεμικής σύρραξης στην Ουκρανία. Ωστόσο, προτού ακόμη ακουστούν τα τύμπανα του πολέμου, με την επίκληση του περιορισμένου δημοσιονομικού χώρου το οικονομικό επιτελείο απέκλεισε πρόσφατα την διαγραφή ή μείωση του υπολοίπου της Επιστρεπτέας Προκαταβολής που πρέπει να καταβάλλουν οι επιχειρήσεις. Σημάδι, εκτιμούμε, δυσοίωνο για τις δυνατότητες της κυβέρνησης να ελαφρύνει τους επόμενους μήνες τα βάρη για τις – πιο ευάλωτες έστω – ΜμΕ που επλήγησαν από την πανδημία και τώρα πλήττονται συνεχόμενα από την ενεργειακή και την πολεμική κρίση.  Σίγουρα, είναι φυσικό αυτή την ώρα όλες οι κυβερνήσεις που εκτίθενται στις συνέπειες του πολέμου, άρα και η ελληνική, να επιδιώκουν την αποφυγή δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Ωστόσο, η στήριξη των επιχειρήσεων απέναντι στην ενεργειακή κρίση δεν πρέπει να ατονήσει, γι αυτό ο εμπορικός κόσμος ελπίζει τουλάχιστον πως θα ευδοκιμήσει η ελληνική πρόταση για τη δημιουργία ευρωπαϊκού μηχανισμού αλληλεγγύης στην ενέργεια.

Τέλος, ο κλάδος που βρίσκεται κυριολεκτικά στο μάτι του κυκλώνα είναι η ελληνική γουνοποιία, όπως μας ενημέρωσε η Ελληνική Ομοσπονδία Γούνας που είναι μέλος της ΕΣΕΕ. Τα μέλη της Ομοσπονδίας πλήττονται σε ποσοστό 95%, καθώς Ρωσία και Ουκρανία είναι οι κατεξοχήν χώρες κατανάλωσης ενδυμάτων γούνας. Πρόκειται για τη χαριστική βολή στον κλάδο, ο οποίος λόγω της πανδημίας βιώνει τα τελευταία δύο χρόνια μία πλήρη διαταραχή στην εφοδιαστική αλυσίδα της παραγωγής ενδυμάτων γούνας.  Ζητάμε να υπάρξει ιδιαίτερη κυβερνητική φροντίδα, με άμεσα και συνολικά μέτρα ανακούφισης και στήριξης του κλάδου της γούνας, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων σε αυτές.