«Κακά μαντάτα» για επιχειρήσεις και εργαζόμενους από την υπέρογκη αύξηση του κατώτατου μισθού χωρίς αντίμετρα

_mg_0394

Το «μετέωρο βήμα» του κατώτατου μισθού –
Αντίμετρα στην αύξηση 11% με μειώσεις εισφορών και φόρων ζητά η αγορά –
Κέρδη και ζημιές για επιχειρήσεις, εργαζομένους και ελεύθερους επαγγελματίες.

Μετά από κοντά 10 χρόνια, τρία μνημόνια, άλλα τόσα μεσοπρόθεσμα και διπλάσιες αξιολογήσεις, η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι και με την βούλα γεγονός. Οι ελάχιστες αμοιβές αυξάνονται κατά σχεδόν 11% (10,9% για την ακρίβεια) και πλέον απομένει σε εμάς και στην αγορά, που ακόμα δεν έχει ορθοποδήσει, να κάνουμε την αποτίμηση…

Τα τελευταία χρόνια, η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας, εκπροσωπώντας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επέλεξε να μην εγκλωβιστεί σε στείρες αρνήσεις αλλά αντίθετα, υποστήριξε την αύξηση, θεωρώντας ότι, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, θα συμβάλλει στην τόνωση της ενεργούς ζήτησης και στην αναθέρμανση της αγοράς, ιδιαίτερα σε μία περίοδο όπου η τραπεζική χρηματοδότηση είναι αγαθό εν ανεπαρκεία.

Ωστόσο, είχαμε τονίσει ότι η αύξηση πρέπει να είναι σταδιακή – μέχρι το 2022- και να ανταποκρίνεται στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας και της αγοράς. Προτείναμε δε, ως ενδεδειγμένο παράδειγμα εφαρμογής, το επιτυχημένο πορτογαλικό μοντέλο και επισημάναμε ότι η αύξηση αφενός θα έπρεπε να συμβαδίζει με τις αντοχές της οικονομίας, ώστε να είναι σε θέση οι επιχειρήσεις να την αντιμετωπίσουν, αφετέρου να συμψηφίζεται με μία αντίστοιχη ουσιαστική μείωση του μη μισθολογικού κόστους.

Δυστυχώς, η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία δεν έλαβε υπόψη τις παραινέσεις μας. Βρεθήκαμε απέναντι σε μία αύξηση σχεδόν 11% σε μία δόση και με έναρξη εφαρμογής από 1ης Φεβρουαρίου. Συνακόλουθα, τα συμπεράσματά μας δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά.

Πρώτον, δεν ελήφθησαν καθόλου υπόψη τα βήματα του πορτογαλικού μοντέλου που είχαμε προτείνει, όπου από τον «μνημονιακό» βασικό μισθό των 530 ευρώ το 2016, η κατώτατη αμοιβή αυξήθηκε σε 557 ευρώ το 2017. Με άλλα λόγια, η πρώτη αύξηση ανήλθε σε ποσοστό λίγο μεγαλύτερο του 5% και όχι στο 11%, όπως εδώ. Λογικό είναι ότι η πορτογαλική οικονομία ενσωμάτωσε πολύ πιο εύκολα την σχετική αύξηση, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις οποιεσδήποτε αναταράξεις.

Δεύτερον, αυτό που προκύπτει από το πορτογαλικό μοντέλο, έτσι όπως αυτό περιγράφηκε στην ιστοσελίδα του Eurofound, είναι μεν η αύξηση των κατώτατων αμοιβών, αλλά σε ταυτόχρονο συνδυασμό με σημαντικές μειώσεις στο μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, ώστε να καταπολεμηθεί η ανεργία και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της επιχειρηματικότητας συνολικά. Έγινε τίποτα από όλα αυτά; Φυσικά και όχι. Χωρίς όμως αυτά τα αντίμετρα, δεν βλέπω πως οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν μία αύξηση που ξεπερνάει το όριο των αντοχών τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από το ένα και μοναδικό ταμείο της επιχείρησης, ήδη καταβάλλονται υπέρμετροι φόροι, αυξημένα εργοδοτικά κόστη, ασφαλιστικές εισφορές, μισθοί, ενοίκια, δημοτικά τέλη, ρυθμίσεις και καταβολές δανείων. Η ρεαλιστική αποτίμηση της πραγματικότητας δείχνει ότι η μη μείωση του ήδη υψηλού μη μισθολογικού κόστους εργασίας, ίσως να είναι «κακά μαντάτα» για μερίδα εργαζομένων, που μπορεί είτε να μεταβληθούν οι όροι εργασίας τους, είτε να χάσουν την απασχόλησή τους, είτε να βρεθούν αντιμέτωποι με την απώλεια της προστασίας που προσφέρει η επίσης μη απασχόληση. Ελπίζω ότι, η αναμενόμενη αυτορύθμιση της αγοράς που πάντα εκδηλώνεται υπό περιστάσεις όπως αυτή, να μην αποβεί εντέλει εις βάρος των μισθωτών και να μην έχει αντίκτυπο στην συγκράτηση της ανεργίας.

Τρίτον, είναι αμφίβολο κατά πόσο η συγκεκριμένη αύξηση θα ενισχύσει εντέλει την αγοραστική δύναμη. Ήδη, βρισκόμαστε μπροστά σε μία σταδιακή διαδικασία μείωσης του αφορολόγητου ορίου των μισθωτών, το οποίο, εάν τελικά περιοριστεί στα 5.300 ευρώ, θα εξανεμιστεί άμεσα η όποια αύξηση πάρουν στα χέρια τους, μετατρεπόμενη, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε ενισχυμένη φοροδοτική ικανότητα αντί για αγοραστική δυναμική.

Το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι ότι, θα προτιμούσαμε ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί πιο λελογισμένα, ρίχνοντας, τουλάχιστον προς το παρόν, το βάρος του στις χαμηλότερες εισφορές και στη μείωση των φόρων στην εργασία, ώστε και οι εργαζόμενοι της χώρας να αποκτήσουν μεγαλύτερη καταναλωτική δυναμική από αυτήν που τώρα έχουν. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε, οπότε όλοι πρέπει να κρατάμε «μικρό καλάθι», ως προς το θετικό αντίκτυπο που θα έχει η συγκεκριμένη αύξηση στην αγορά.

Τελειώνω με μία σημαντική επισήμανση: είναι πλέον ώριμος ο καιρός να συζητήσουμε ξανά την πλήρη επιστροφή της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους. Η διαδοχική αντιμετώπιση αυτού του κορυφαίου θέματος από τις κυβερνήσεις τα τελευταία 9 χρόνια, δείχνει να είναι αδιέξοδη. Αντίθετα, οι φορείς της αγοράς και της εργασίας, αποδείξαμε, μέσα στην κρίση και στην ύφεση, ότι γνωρίζουμε ακριβώς τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν και παίρνουμε, υπό συνθήκες αμοιβαίας εμπιστοσύνης, αποφάσεις που βελτιώνουν το κλίμα στην οικονομία και διατηρούν την κοινωνική συνοχή. Άλλωστε, επαναφορά του καθεστώτος των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στην πράξη δεν υπάρχει χωρίς την «παλιννόστηση» της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης και την επιστροφή του καθορισμού των κατώτατων αμοιβών στην αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων, οι οποίοι αποφασίζουν με βάση τις δυνατότητες της οικονομίας και όχι τις πολιτικές συνέπειες και τους αντίστοιχους σχεδιασμούς.

Πάγια θέση της Ε.Σ.Ε.Ε. παραμένει ότι, για να υπάρξει πραγματική βελτίωση στο οικονομικό κλίμα και ουσιαστική αύξηση των κατώτατων αμοιβών με ορίζοντα αύξησης της αγοραστικής δύναμης του κόσμου και ενίσχυσης των θέσεων εργασίας, χρειάζονται περισσότερο δομικές παρεμβάσεις και ένα συντονισμένο σχέδιο επανεκκίνησης της οικονομίας που θα φέρει το σύνολο της αγοράς και την ίδια τη χώρα στην ανάπτυξη.

Άρθρο του Προέδρου της ΕΣΕΕ Γιώργου Καρανίκα στο περιοδικό Epsilon 7, με αφορμή το Αφιέρωμα για τον κατώτατο μισθό – 10/3/2019