Η επίσημη θέση της ΕΣΕΕ για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας

Ως γνωστόν, η ΕΓΣΣΕ που υπεγράφη στις 30 Μαρτίου 2017, έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2017 και έκτοτε, η σύμβαση έχει μπει στην μετενέργεια. Όπως επίσης είναι γνωστό, σύμφωνα με την παρ. 6 άρθρου 9 ν. 1876/1990 «οι κανονιστικοί όροι εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας που έληξε ή καταγγέλθηκε, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα εξάμηνο από τη λήξη ή καταγγελία και εφαρμόζονται και στους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται στο διάστημα αυτό».

Με δεδομένα αυτά, θεωρητικά έχουμε χρόνο μέχρι την 30η Ιουνίου 2018 για να υπογράψουμε την νέα ΕΓΣΣΕ και για το λόγο αυτό υπάρχει προς το παρόν χρόνος.

Εννοείται ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μετά την αντικατάσταση του άρθρου 8 παρ. 1 ν. 1876/1990, οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις καθορίζουν πλέον στους εργαζόμενους όλης της χώρας του μη μισθολογικούς όρους εργασίας. Μπορούν να ρυθμίζουν και μισθολογικούς όρους, βασικούς κατώτατους μισθούς και προσαυξήσεις σε επίπεδα άνω της κρατικής ρύθμισης, με ισχύ όμως μόνο στους εργαζόμενους που απασχολούνται σε εργοδότες των συμβαλλόμενων εργοδοτικών οργανώσεων.

Όταν εκδόθηκε το πόρισμα της Διεθνούς Επιτροπής των Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων που εργάστηκε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 2016, διαπιστώσαμε ότι κατέληξε σε δύο κυρίαρχες γνώμες σε ότι αφορά την αρμοδιότητα καθορισμού του κατώτατου μισθού. Η μία γνώμη πρότεινε τον σχετικό καθορισμό μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας με καθολική εφαρμογή, κατόπιν διαβουλεύσεων με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. Η άλλη γνώμη πρότεινε τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την Κυβέρνηση, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες.

Συμφωνούμε με την πρώτη γνώμη. Μέσα στο κλίμα της κρίσης και της ύφεσης, η μεγαλύτερη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, μέσω του κοινωνικού διαλόγου και της συλλογικής διαπραγμάτευσης είναι αναγκαία, ώστε να βελτιωθεί το κλίμα και να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή. Η συνέχεια της υπογραφής και τελικά η επιβίωση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας είναι ενδεικτική τολμηρών αποφάσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, οι οποίες εμπεδώνουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ενισχύουν τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, κύριου παράγοντα εξόδου από την κρίση. Στο πλαίσιο αυτό, επαναφορά του καθεστώτος των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στην πράξη δεν υπάρχει χωρίς την «παλιννόστηση» της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης και την επαναφορά του καθορισμού των κατώτατων αμοιβών στην αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων.

Σύμφωνα με τον δικό μας νόμο Ν.4172/2013 -που είναι σε ισχύ, αλλά δεν έχει ενεργοποιηθεί- καθορίζεται ότι η διαδικασία επαναξιολόγησης του κατώτατου μισθού, έπρεπε να είχε ήδη ξεκινήσει μέσα στον Φεβρουάριο του 2018.

Ωστόσο, για την ιστορική αποκατάσταση της αλήθειας υπενθυμίζουμε ότι:

  • Στις 14.2.2102 με την 6η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) – επί κυβέρνησης Παπαδήμου – αναπροσαρμόστηκε ο κατώτατος μισθός στα 586,08 ευρώ (για εργαζόμενους άνω των 25 ετών) και στα 510,95 ευρώ (για εργαζόμενους κάτω των 25 ετών).
  • Το Υπουργείο Εργασίας το 2012 προχώρησε –για πρώτη φορά- στην διαμόρφωση ενός νέου και σύγχρονου πλαισίου, με μια νέα αρχιτεκτονική αντίληψη που αξιοποιούσε τις καλύτερες ευρωπαϊκές πρακτικές προσδιορισμού του κατώτατου μισθού.
  • Πράγματι, ο Ν.4172/2013 αποτελεί μια σημαντική διαρθρωτική αλλαγή, υπέρ των εργαζομένων και της εθνικής μας οικονομίας. Νόμος, που έγινε αποδεκτός ακόμη και από τους θεσμούς και που παραμένει μέχρι σήμερα ανενεργός.
  • Ο νέος μηχανισμός προβλεπόταν ότι έπρεπε να είχε ξεκινήσει μετά την 1/1/2017 εφόσον η χώρα θα ήταν εκτός Προγράμματος Οικονομικής Σταθεροποίησης.
  • Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του Ν.4172/2013 (άρθρο 103), προβλέπεται η έναρξη της διαδικασίας με πρόσκληση που απευθύνει το τελευταίο 10ήμερο του Φεβρουαρίου η Τριμελής Επιτροπή (πρόεδρος ΟΜΕΔ, εκπρόσωπο υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας) προς επιστημονικούς φορείς (ΚΕΠΕ, ΙΟΒΕ, ΤτΕ, ΕΛ.ΣΤΑΤ, ΟΜΕΔ, ΟΑΕΔ, ΙΝΕ ΓΣΕΕ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΤΕ) για σύνταξη τεχνικών εκθέσεων, που θα τεθούν υπόψη του κοινωνικού διαλόγου.
  • Ο σχηματισμός του φακέλου με τις ανωτέρω εκθέσεις των εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων, για την διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, θα πρέπει να αποσταλεί -μέχρι τις 31 Μαρτίου 2018- προς τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων για την απαραίτητη κοινωνική διαβούλευση.

Στο ζήτημα του κατώτατου μισθού, η θέση της ΕΣΕΕ είναι ξεκάθαρη. Ήδη στο Υπουργείο Εργασίας συζητείται η εφαρμογή του πορτογαλικού μοντέλου και αναδεικνύεται πρόσφατα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στην Πορτογαλία, από τον μνημονιακό βασικό μισθό των 530 €, η κατώτατη αμοιβή αυξήθηκε σε 557 € το 2017 για να φθάσει τα 580 € το 2018 και τα 600 € το 2019.  Έχουμε την άποψη ότι, το σημαντικότερο που προκύπτει από το πορτογαλικό μοντέλο, έτσι όπως λεπτομερώς περιγράφεται στην ιστοσελίδα του Eurofound, είναι μεν η αύξηση των κατώτατων αμοιβών, αλλά σε ταυτόχρονο συνδυασμό με σημαντικές μειώσεις στο μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, ώστε να καταπολεμηθεί η ανεργία και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της επιχειρηματικότητας συνολικά.

Η λύση, που η ΕΣΕΕ έχει καταθέσει ως επίσημη πρόταση, είναι η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού μετά το τέλος του 3ου δημοσιονομικού προγράμματος σε τρία χρονικά και ποσοτικά στάδια, τα οποία θα απέχουν τουλάχιστον ένα έτος μεταξύ τους, κατά το πρότυπο των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων του 2008 και του 2010 (ΕΓΣΣΕ 2008: 680,59 €, ΕΓΣΣΕ 2010: 751,39 €).  Η ΕΣΕΕ δεν αντιμετώπισε ποτέ φοβικά την αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς πιστεύει πως θα ενισχύσει την αγορά, θα αυξήσει τον τζίρο των επιχειρήσεων και θα επιταχύνει την αύξηση της κατανάλωσης, η οποία είναι και το ζητούμενο σήμερα. Αναλυτικότερα:

  • Η σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ (μεικτά) μετά τη λήξη της εποπτείας θα αναθερμάνει την οικονομία.
  • Η προσεκτική αύξηση του κατώτατου μισθού θα προκαλέσει τόνωση της καταναλωτικής ζήτησης και του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων στην αγορά, ενώ ταυτόχρονα θα εισρεύσουν επιπλέον έσοδα στα δημόσια ταμεία, από τον ΦΠΑ.
  • Οι ΜμΕ του εμπορίου αναγνωρίζουν εμπράκτως πως η «ανακύκλωση» του χρήματος εντός της ελληνικής αγοράς βοηθάει πρωτίστως την ελληνική οικονομία.
  • Η επιβάρυνση των εργοδοτών από την αύξηση του κατώτατου μισθού, θα μπορούσε να αντισταθμιστεί εν μέρει μεσοπρόθεσμα τόσο από την μείωση του μη μισθολογικού κόστους, όσο και από την επιδότηση της εργασίας αντί της ανεργίας.

Ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης δήλωσε:

«Η διατήρηση της ΕΓΣΣΕ δεν σημαίνει αύξηση των μισθών εντολές του 2018, ούτε επιβαρύνει με κάτι επιπλέον τον εργοδότη από αυτά που πληρώνει σήμερα. Σαφέστατα, μετά από τρία μνημόνια υπάρχουν δυσκολίες, οι οποίες, όμως, μπορούν να ξεπεραστούν από εμάς τους ίδιους τους κοινωνικούς εταίρους. Η υπογραφή νέας ΕΓΣΣΕ απαιτεί σύνεση και συναίνεση, ενώ αποτελεί μια ευθύνη, την οποία η ΕΣΕΕ ως τριτοβάθμια οργάνωση και κοινωνικός εταίρος διαθέτει. Η θέση και η στάση μας όλα αυτά τα χρόνια ήταν να διορθωθούν τα κακώς κείμενα, αλλά με προσοχή, ώστε από την υπερβολή να μην φτάσουμε στην κατάργηση της.»