Η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΥΕ) της ΕΕ, η έκθεση του ΔΝΤ για το χρέος και η έξοδος στις αγορές είναι τρεις σημαντικοί παράγοντες για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και αγοράς

Η πρόσφατη σύσταση της Κομισιόν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τερματισμό της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος στην οποία είχε ενταχθεί η Ελλάδα το 2009, αποτυπώνει μία προσπάθεια εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών της Χώρας μας, στο πλαίσιο υλοποίησης του προγράμματος στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ). Πιο συγκεκριμένα, το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης εμφάνισε πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ το 2016 και μία ραγδαία αποκλιμάκωση του ελλείμματος ύψους 15,1% του ΑΕΠ από το 2009. Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ), η οποία προβλέπεται στο άρθρο 126 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποσκοπεί στην ενίσχυση του διορθωτικού σκέλους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Κοινότητας. Τα Κράτη-Μέλη της Ε.Ε. πρέπει να αποδεικνύουν την ορθολογική δημοσιονομική πολιτική που ακολουθούν, μέσω της τήρησης 2 ουσιωδών κριτηρίων:

➢ το Δημοσιονομικό τους Έλλειμμα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ τους.
➢ το Δημόσιο Χρέος (δημόσιο χρέος και χρέος δημόσιων υπηρεσιών) δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ τους.

Στο παραπάνω πλαίσιο, κάθε Απρίλιο οι χώρες της Ευρωζώνης υποβάλλουν τεκμηριωμένο πρόγραμμα σταθερότητας προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο, στο οποίο θα πρέπει να περιγράφεται ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος της χώρας (ΜΔΣ), καθώς και πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο επίτευξής του. Επίσης, περιλαμβάνεται σε αυτό και ανάλυση των επιπτώσεων των προωθούμενων αλλαγών στις βασικές οικονομικές παραδοχές, αναφορικά με τη δημοσιονομική θέση της χώρας.

Η συνεδρίαση της 20ης Ιουλίου του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ για την σύνταξη της έκθεσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, έκρινε ότι η δοκιμαστική έξοδος της χώρας στις αγορές πρέπει να γίνει οργανωμένα ως τμήμα ευρύτερης στρατηγικής, να έχει διάρκεια και να συνδυαστεί με την επιστροφή της Ελλάδας στη κανονικότητα. Η έκθεση δεν είναι καλύτερη από την αντίστοιχη έκθεση που εξέδωσε το ΔΝΤ τον περασμένο Φεβρουάριο, αλλά μάλλον χειρότερη, χωρίς όμως να αλλάζει την ουσία των πραγμάτων, αφού το χρέος παραμένει μακράν υψηλότερο ως ποσοστό από τον μ.ο. 89,5% στην Ευρωζώνη και την ΕΕ, παρά την υποχώρηση στα 310,62 δις ευρώ ή στο 176,2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Το ελληνικό χρέος συνεχίζει να χαρακτηρίζεται μη βιώσιμο από το ΔΝΤ, παρά τη διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% έως το 2020 και 2% του ΑΕΠ στη συνέχεια των δεσμεύσεων μας με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, που ενσωματώνονται στην ανάλυση βιωσιμότητας του.

Tο ΔΝΤ ενέκρινε την απόφαση που ελήφθη στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου για μια συμφωνία επί της αρχής με κεφάλαια 1,6 δις ευρώ, εφόσον όμως ξεκαθαρίσουν τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους. Μια τέτοια ανάλυση για το ελληνικό χρέος σαφώς και αποτελεί τροχοπέδη για την έξοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές πλην όμως το κλίμα μπορεί να αλλάξει από ενδεχόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από γνωστούς οίκους αξιολόγησης, καθώς και τις αποφάσεις της ΕΚΤ για το QE που επίσης αναμένονται τον Σεπτέμβριο. Η έξοδος λοιπόν στις αγορές ίσως επιχειρηθεί σε πιο ξεκάθαρο περιβάλλον, ώστε η έκδοση του 5ετούς ομολόγου να γίνει ενδεχομένως με ανταλλαγή των ομολόγων που λήγουν το 2019 και τα οποία εκδόθηκαν το 2014, με νέους τίτλους που θα λήγουν το 2022. Η αγωνία πάντως στο σενάριο άμεσης εξόδου γύρω από το τελικό ύψος του επιτοκίου παραμένει σε περίπτωση που το επιτόκιο δεν ξεπεράσει το στόχο για 4,5% έναντι 4,95%. Επίσης, σημαντικό θεωρείται για το αξιόχρεο της έκδοσης να προσελκύσει κυρίως ξένα κεφάλαια, με ελάχιστη συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι συμβουλεύουν την Ελλάδα ότι δεν αρκεί μια έκδοση αλλά θα απαιτηθούν περισσότερες για να σχηματιστεί το «μαξιλάρι» ρευστότητας των 9 δις ευρώ που χρειάζεται η χώρα για να έχει μόνιμη πρόσβαση στις αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Η Ελλάδα έχει προσεγγίσει έξι μεγάλες τράπεζες του εξωτερικού, για να διαχειριστούν την έκδοση του πενταετούς ομολόγου των 4 δις ευρώ, αλλά το χρονοδιάγραμμα παραμένει αβέβαιο, καθώς το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει τις επόμενες ημέρες να πάρει τη τελική έγκριση από τους επίσημους πιστωτές για δοκιμαστική έξοδο στις αγορές.

Άρθρο Β. Κορκίδη, 24/7/2017